κωμικοτραγικός

κωμικοτραγικός
-ή, -ό
ο αστείος και λυπηρός συνάμα: Ήταν ένα κωμικοτραγικό θέαμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κωμικοτραγικός — ή, ό αυτός που προξενεί γέλιο και θλίψη, κωμικός και τραγικός ταυτόχρονα. επίρρ... κωμικοτραγικώς και ά φαιδρά και λυπηρά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμικός + τραγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • τραγικοκωμικός — ή, ό, Ν τραγικός και κωμικός ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγικός + κωμικός κατ αντιστροφή τού κωμικοτραγικός] …   Dictionary of Greek

  • τραγικοκωμικός — ή, ό τραγικός μαζί και κωμικός, κωμικοτραγικός: Έχει κλαυσίγελο το τραγικοκωμικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”